κελευθοποιός

κελευθοποιός
κελευθο-ποιός, όν,
A road-making, A.Eu.13.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κελευθοποιός — κελευθοποιός, όν (Α) αυτός που κατασκευάζει δρόμους, ο οδοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αρτο ποιός, κλειθρο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • κελευθοποιοί — κελευθοποιός road making masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”